Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Ο κόσμος των λέξεων

Πολιτισμικός – πολιτιστικός Το επίθετο πολιτισμικός αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με την κουλτούρα, με την πνευματική καλλιέργεια γενικά. π.χ. τα πολιτισμικά γνωρίσματα ενός έθνους είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία της ταυτότητάς του. Το επίθετο πολιτιστικός αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με τον πολιτισμό, ό,τι υπηρετεί και προωθεί την ανάπτυξη του πολιτισμού. π.χ. το Υπουργείο Πολιτισμού ενισχύει διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες με στόχο την προβολή της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Κατά το Λεξικό του Μπαμπινιώτη «το πολιτιστικός χρησιμοποιείται περισσότερο για τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, καθώς και για τη δήλωση του τεχνικού πολιτισμού, ενώ το πολιτισμικός τείνει να δηλώσει περισσότερο την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού, καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια».
Σιωπηλός – σιωπηρός Και τα δυο επίθετα, που συχνά χρησιμοποιούνται παράλληλα, ετυμολογούνται από το αρχαίο ουσ. σιωπή. Σιωπηλός είναι - κυρίως - αυτός που δε μιλάει, που τηρεί σιωπή. Σιωπηρός είναι αυτός που δηλώνεται ή εκφράζεται με τη σιωπή και, συνεκδοχικά, αυτός που δεν εκφράζεται ρητά, που υπονοείται (π.χ. σιωπηρή διαμαρτυρία, σιωπηρή συμφωνία).
Εξαιρετικός – εξαίρετος Εξαιρετικός είναι ο ιδιαίτερος, αυτός που αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα. Η λέξη αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. exceptionnel. Εξαίρετος είναι αυτός που ξεχωρίζει, ο λαμπρός, ο εκλεκτός. Πρόκειται για επίθετο της αρχαίας (= ο εκλεκτός, ο εκλεχθείς, ο επίλεκτος), παράγωγο του ρήματος εξαιρώ.
Αιφνιδιαστικός – αιφνίδιος Αιφνιδιαστικός είναι αυτός που γίνεται με πρόθεση να αιφνιδιάσει. Η λέξη παράγεται από το μεσαιωνικό ρήμα αιφνιδιάζω (< επίθ. αιφνίδιος, -ον). π.χ. ο γενικός γραμματέας πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στις υπηρεσίες της αρμοδιότητάς του. Αιφνίδιος [επίθ. της αρχαίας < χρον. επίρρ. αίφνης = ξαφνικά] είναι ο ξαφνικός, ο απρόβλεπτος. Αντώνυμα: προγραμματισμένος, αναμενόμενος. π.χ. λόγω της αιφνίδιας διακοπής του ρεύματος ματαιώθηκε η συναυλία.
Επιβατικός - επιβατηγός Το επίθετο επιβατικός (< επιβάτης < επι-βαίνω) έχει γενικότερη σημασία και χρησιμοποιείται ευρύτερα για ό,τι έχει σχέση με επιβάτες (πβ. επιβατικό κοινό, επιβατική κίνηση κ.τ.ο.). Αντίθετα, για τα αυτοκίνητα (και για όλα τα μέσα που μεταφέρουν επιβάτες) χρησιμοποιείται ειδικότερα το επίθετο επιβατηγός (< επιβάτης + άγω), το οποίο, άλλωστε, αρχικά προσδιόριζε τη λέξη ναυς (= πλοίο).
Εριστικός – ερειστικός Ομόηχες λέξεις. Η πρώτη ετυμολογείται από το ρήμα ερίζω (= μπλέκομαι σε έριδες, σε φιλονικίες, τσακώνομαι) και σημαίνει «καυγατζής», «αυτός που έχει την τάση να έρχεται σε προστριβές, να μπλέκεται σε καυγάδες». Το επίθετο ερειστικός ετυμολογείται από το ρήμα ερείδομαι (=στηρίζομαι), από το οποίο και το έρεισμα (= το στήριγμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Ερειστικός, λοιπόν, είναι ο ερεισματικός, αυτός που χρησιμεύει ως έρεισμα, ο υποστηρικτικός. Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως ως τεχνικός όρος: ερειστικό σύστημα, ερειστικός ιστός.
Γιγάντειος - γιγάντιος Επίθετο της αρχαίας ελληνικής, που σχηματίστηκε από το ουσ. Γίγας (όνομα αρχαίων μυθικών όντων). Έτσι, η ορθή γραφή είναι με -ει- (γιγάντειος), όπως όλα τα επίθετα σε –ειος που σχηματίζονται από ονόματα προσώπων (πβλ. τα επίθετα στις φράσεις Πυθαγόρειο θεώρημα, Επικούρεια φιλοσοφία κ.τ.ο.).
Σατιρικός - Σατυρικός Οι λέξεις σάτιρα, σατιρικός και σατιρίζω ανήκουν στην ίδια οικογένεια: έχουν λατινική προέλευση και συνδέονται με τα λατινικά satira ή satura (= είδος ποικίλου καί πολυμίκτου ποιήματος, παλαιότερα δραματικού, μετέπειτα καί κυρίως σκωπτικού ή χλευαστικού χαρακτήρα) < επίθ. satur (= πλήρης, κορεσμένος). Αντίθετα, το επίθετο σατυρικός συνδέεται με τους Σατύρους (τους γνωστούς μυθικούς τραγόμορφους ακολούθους του αρχαίου θεού Διονύσου) και σημαίνει: σχετικός με Σατύρους (πβ. σατυρικό δράμα).
Υποχθόνιος - καταχθόνιος Και οι δυο λέξεις είναι σύνθετες του αρχαίου ουσιαστικού η χθών (γεν. χθονός = η γη, το έδαφος) με πρόθεση. Υποχθόνιος είναι ο υπόγειος, ευρισκόμενος ή δρων υπό την γην. Η λέξη καταχθόνιος - που κυριολεκτικά σημαίνει υπόγειος, υποχθόνιος - χρησιμοποιείται συχνότατα με μεταφορική σημασία, για να δηλώσει αυτόν που ενεργεί ύπουλα, κρυφά, δόλια, τον ραδιούργο, τον μηχανορράφο.
Πασιφανής – προφανής Πασιφανής [< πάσιν (δοτ. πληθ. του επιθ. πας) + φαίνομαι] είναι ο φανερός σε όλους, ο ολοφάνερος, ο πασίδηλος (< πάσιν + δήλος). Προφανής [< ρ. προφαίνω (< πρό + φαίνω) = φέρνω στο φως, εμφανίζω, φανερώνω] είναι αυτός που γίνεται αμέσως αντιληπτός, ο πρόδηλος.
Προκαταρτικός Το επίθετο παράγεται από το ρήμα της αρχαίας προκατάρχω (< πρό + κατά + άρχω = αρχίζω πρώτος) και εσφαλμένα λέγεται και γράφεται χωρίς -κ-.Προκαταρκτικός, λοιπόν, και όχι προκαταρτικός - όπως αρκτικός, υπαρκτικός ή Ανταρκτική.
Ψυχικός – ψυχολογικός Ψυχικός (< ψυχή) είναι αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή, τη συνείδηση (πβ. ψυχικά φαινόμενα, ψυχικές καταστάσεις, ψυχικός κόσμος, ψυχικά χαρίσματα κ.τ.ο.). Ψυχολογικός (< ψυχολογία) είναι αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στην επιστήμη της ψυχολογίας (πβ. ψυχολογική μελέτη, ψυχολογικό εργαστήριο, ψυχολογική στήριξη κ.τ.ο.) αλλά και αυτός που σχετίζεται με την ψυχική κατάσταση κάποιου (πβ. καλή ή άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ψυχολογικός πόλεμος, ψυχολογική βία).
Προσωπικός – διαπροσωπικός Προσωπικός είναι αυτός που ανήκει, απευθύνεται, αφορά ή συνδέεται με ένα μόνο πρόσωπο, ο ατομικός, ο ιδιωτικός (πβ. προσωπική περιουσία, προσωπικά εισοδήματα, προσωπικά αντικείμενα, προσωπικός γιατρός, προσωπική ζωή, προσωπική επιστολή κ.τ.ο.). Διαπροσωπικός (< πρόθ. διά + προσωπικός) είναι αυτός που αφορά δύο ή περισσότερα πρόσωπα (πβ. διαπροσωπικές σχέσεις).
Ακατονόμαστος Αυτός που δεν είναι επιτρεπτό να κατονομαστεί, ο αχαρακτήριστος, ο επαίσχυντος, ο τρομερός (αρχική σημασία: ο μή ωνομασμένος, μή έχων όνομα). Μεταγενέστερο σύνθετο επίθετο (< α- στερητ. + κατ-ονομάζω).
Γενεαλογικός Μεταγενέστερο επίθετο (= εις τήν γενεαλογίαν ανήκων), παράγωγο του αρχ. ουσ. γενεαλογία, που σχηματίστηκε με την προσθήκη του λεξικού επιθήματος -λογία στο ουσ. γενεά (= η επιστημονική - συστηματική καταγραφή της χρονικής διαδοχής των γενεών σε κατάλογο).

Δεν υπάρχουν σχόλια: